βουτώ

βουτώ
-ηξα, -ήχτηκα, βουτηγμένος και βουτημένος
1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό: Βούτα το σφουγγάρι στο νερό πριν το χρησιμοποιήσεις.
2. αρπάζω: Τον βούτηξε από τα μαλλιά.
3. κλέβω: Μου βούτηξαν το πορτοφόλι στο λεωφορείο.
4. αμτβ., βυθίζομαι, δύω: Βούτηξα στη θλίψη μετά το χωρισμό μου.
5. η μτχ., βουτηγμένος βρεγμένος: Ήταν βουτηγμένος στη λάσπη μετά το παιχνίδι με την μπάλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βουτώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • Βουτοῦς — Βουτώ fem nom/voc pl Βουτώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БУТО —    • Βουτώ, ου̃ς,          египетская богиня в городе того же имени, где был ее храм и оракул. Когда Исида бежала от Тифона, она поручила ей своих детей Гора и Бубастиду, за что Б. удостоилась божеского почитания. Греки принимали ее за своего… …   Реальный словарь классических древностей

  • Βουτοῖ — Βουτώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτοῦ — Βουτώ fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτοῦν — Βουτώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουτόων — Βουτώ fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • κατακυβιστώ — κατακυβιστῶ, άω (Α) πέφτω ορμητικά με το κεφάλι προς τα κάτω, βουτώ («κατακυβιστήσας εἰς θάλασσαν βαθεῑαν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”